- σακκοπήρα
- σακκο-πήρα, ἡ,A knapsack, wallet, rejected by Poll.10.161, who cites it from Apollod.Car.1: found in PEnteux.32.7 (iii B.C.), PLond.2.402v.16 (ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σακκοπήραν — σακκοπήρᾱν , σακκοπήρα knapsack fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σακ(κ)οπήρα — η / σακκοπήρα, ΝΜΑ οδοιπορικός σάκος από τρίχινο ύφασμα, ταγάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + πήρα «οδοιπορικός σάκος, ταγάρι»] … Dictionary of Greek